- μεσόγραφος
- μεσό-γρᾰφος, ον,A written in the middle: τὸ μ. a mean proportional found by the μεσόλαβος, Eratosth. 35.11(pl.);
μεσόγοαφοι γραμμαί Plu.Marc.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσόγοαφοι γραμμαί Plu.Marc.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσόγραφος — μεσόγραφος, ον (Α) 1. αυτός που έχει γραφεί στο μέσο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόγραφον η μέση ανάλογη γραμμή η οποία βρίσκεται με τον μεσολάβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + γραφος*] … Dictionary of Greek
μεσογράφους — μεσόγραφος written in the middle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσολάβῳ — μεσόγραφος written in the middle masc/fem/neut dat sg μεσόλαβον mesolabe neut dat sg μεσόλαβος mesolabe masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόγραφα — μεσόγραφος written in the middle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek